πουλάω

πουλάω
πουλάω (σπάν. πουλώ), πούλησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρωματοπράτης — ἀρωματοπράτης, ο (Μ) ο αρωματοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρωμα (Ι) + πράτης < (θ.) πρᾱ , πιπράσκω, πέρνημι «πουλάω» (πρβλ. αργυροπράτης, μεταπράτης κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • δημιόπρατα — δημιόπρατα, τα (Α) κτήματα ιδιωτών που κατασχέθηκαν και πωλούνται δημόσια προς όφελος τής πολιτείας («λιμένας, μισθοὺς και δημιόπρατα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμιος + πρατά, πληθ. ουδ. τού πρατός < πιπράσκω «πουλάω»] …   Dictionary of Greek

  • δημοπράτης — ο (Α δημοπράτης) αυτός που πουλάει κάτι σε δημοπρασία αρχ. αυτός που εκποιεί δημόσια πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + πράτης < πράτης < πιπράσκω «πουλάω»] …   Dictionary of Greek

  • δημοπρατώ — ( έω) 1. πουλάω κάτι σε δημοπρασία 2. αναθέτω την εκτέλεση έργου με δημοπρασία, με μειοδοτικό διαγωνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοπράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] …   Dictionary of Greek

  • εκποιώ — ( έω) (AM ἐκποιῶ) πουλάω αναγκαστικά, ξεπουλάω μσν. 1. καθιστώ 2. μέσ. γίνομαι αρχ. 1. κάνω κάποιον να απομακρυνθεί ή να βγει από κάπου 2. δίνω το παιδί μου για υιοθεσία 3. αποσπερματίζω 4. παράγω, γεννώ 5. κατασκευάζω, εκτελώ 6. προμηθεύω,… …   Dictionary of Greek

  • εκπωλώ — ἐκπωλῶ ( έω) (Μ) ξεπουλάω, πουλάω όλο το εμπόρευμα …   Dictionary of Greek

  • εξοδώ — ἐξοδῶ, άω (Α) [έξοδος] 1. πουλάω 2. ξοδεύω …   Dictionary of Greek

  • εσθητοπράτης — ἐσθητοπράτης, ὁ (Μ) ο έμπορος ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσθής, ήτος + πράτης < πιπράσκω «πουλάω»] …   Dictionary of Greek

  • καπηλεύω — (Α καπηλεύω) [κάπηλος] νεοελλ. (το μέσ.) καπηλεύομαι α) κάνω εμπόριο β) εκμεταλλεύομαι μια ιδέα ή ένα ιδεώδες για ιδιοτελή σκοπό («καπηλεύεται τα θεία») αρχ. 1. κάνω εμπόριο 2. πουλάω κάτι 3. επιζητώ να επωφεληθώ από κάτι («ὡς οἱ πολλοὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”